- πεπλατυσμένῃ
- πλατύνωwidenperf part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπλατυσμένη — πλατύνω widen perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολεός — I Επίπεδη βάση φύλλων, η οποία περιβάλλει τον βλαστό κατά μήκος των γονάτων και συναντάται κυρίως στα άμισχα φύλλα των μονοκοτυλήδονων φυτών, όπως είναι το σιτάρι και τα άλλα αγρωστώδη φυτά. Διακρίνοναι δύο τύποι κ.: ο ανοιχτός και ο κλειστός·… … Dictionary of Greek
Πυγμαίοι — Λαοί της Αφρικής που κατοικούν κατά μικρές ομάδες, στις πιο απρόσιτες ζώνες των ισημερινών δασών της κεντρικής Αφρικής από την Γκαμπόν και το Καμερούν έως την Ουγκάντα, τη Ρουάντα και το Μπουρούντι. Αν και μερικοί ανθρωπολόγοι θεωρούν ότι οι Π.… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
εκκεντρότητα — (Αστρον.). Το μέτρο της επιμήκυνσης μιας ελλειπτικής τροχιάς. Ορίζεται ως το πηλίκο της απόστασης από το κέντρο της έλλειψης μέχρι τη μία εστία διά του μήκους του μεγάλου ημιάξονα ή ως ο λόγος της απόστασης μεταξύ των δύο εστιών της τροχιάς προς… … Dictionary of Greek
ντομάτα — Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό… … Dictionary of Greek
παράσιμος — ον, Α αυτός που έχει λίγο πεπλατυσμένη μύτη, ο ελαφρώς πλατομύτης, πλακουτσομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σιμός «αυτός που έχει πλατιά μύτη, πλάκουτσομύτης» (πρβλ. υπό σιμος)] … Dictionary of Greek
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek
πλακούς — Σαρκώδης μάζα με σπογγώδη σύσταση και στρογγυλό σχήμα, που αποτελεί μέρος του ωού των θηλαστικών. Με τη μια από τις επιφάνειές του συμφύεται με το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας και με την άλλη δέχεται τα ομφαλικά αγγεία, διαιρείται δε σε πολλούς… … Dictionary of Greek
πλατυρρινία — η, Ν ανθρωπολ. η ιδιότητα ορισμένων φυλών ή μεμονωμένων ατόμων να έχουν υψηλό ρινικό δείκτη και, συνεπώς, πεπλατυσμένη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. platyrrhine (< πλατυ * ρρινία < ρρινος < ῥίς, ῥινός)] … Dictionary of Greek